δογματική

δογματική
δογματικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δογματική — Επιστήμη που εξετάζει συστηματικά τα δόγματα και τις βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης. Ανάλογα με τις διάφορες χριστιανικές ομολογίες, διακρίνουμε τη δ. της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τη δ. της Καθολικής και τη δ. της προτεσταντικής. Η καθολική δ …   Dictionary of Greek

  • δογματικῇ — δογματικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωτηριολογία — Δογματική διδασκαλία του χριστιανισμού, που αναφέρεται στη διδασκαλία για τη σωτηρία των αμαρτωλών. Επειδή η σωτηρία προέρχεται, κατά τη χριστιανική διδασκαλία, από το απολυτρωτικό έργο του Ιησού, η διδασκαλία της σ. τείνει να συγκεντρώσει σ’… …   Dictionary of Greek

  • δόγμα — Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη νομική επιστήμη για να προσδιορίσει ένα διάταγμα ή έναν νόμο που θεσπιζόταν από τις επίσημες αρχές, χωρίς δυνατότητα συζήτησης ή αντίρρησης. Στις φιλοσοφικές σχολές δ. ονομάστηκαν οι θεμελιώδεις αρχές κάθε… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… …   Dictionary of Greek

  • δαφνί — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… …   Dictionary of Greek

  • δογματικός — ή, ό (AM δογματικός, ή, όν) [δόγμα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόγματα (θρησκευτικά, φιλοσοφικά κ.λπ.) 2. (φιλοσ.) αυτός που υποστηρίζει τη βεβαιότητα τής γνώσεως τών πραγμάτων («δογματικοί φιλόσοφοι, διάλογοι») νεοελλ. 1. εκείνος τού… …   Dictionary of Greek

  • κριτικισμός — Υπό ευρύτερη έννοια, φιλοσοφική θεωρία, αντίθετη προς τον δογματισμό, που θέτει υπό αμφισβήτηση τη μεταφυσική γνώση, ακόμη δε και τη δυνατότητα γνώσης, χωρίς προηγούμενη αυστηρή ανάλυση των λειτουργιών του πνεύματος. Υπό στενή έννοια, κ. είναι η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”